-
1 ἐξημερόω
A tame or reclaim entirely, χῶρον [ἀκανθώδη] Hdt.1.126; ἐ. γαῖαν free the land from wild beasts, etc., E.HF20, 852; reclaim wild plants,κοτίνους εἰς σνκᾶς ἐ. Plu.Fab.20
, cf. Thphr.HP2.2.12 ([voice] Pass.), al.: metaph., soften, humanize,τὸ τῆς ψυχῆς ἀτέραμνον Plb.4
. 21.4;διανοίας Ph.2.402
;τὰς τῶν ἠθῶν καὶ παθῶν ὕλας LXX 4 Ma.1.29
;αὑτὸν διὰ παιδείας Plu.Num.3
;τὴν νῆσον ἐξηγριωμένην ὑπὸ κακῶν.. ἐξημέρωσε Id.Tim.35
, cf. Parth.20.1; ἡ ἐξημερωμένη ἐν τοῖς νῦν χρόνοις ἀναστροφή our present civilized life, Phld.Sto.339.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξημερόω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский